-
1 πιάνω
(αόρ. έπιασα) 1. μετ.1) брать(ся) руками, трогать; хватать;πιάσε με από το χέρι — возьми меня за руку;
πιάνω κάποιον από τα μαλλιά — хватать кого-л. за волосы;
πιάνω τον σφυγμό — пощупать пульс;
τον έπιασα από το λαιμό я его схватил за горло;2) доставать, брать;πιάσε μου το βιβλίο από το ράφι — достань мне ту книгу со стеллажа;
3) ловить; поймать;ψάρια — ловить рыбу;πιάνω τον κλέφτη — поймать вора;
πιάστε τον! — ловите его1;
με έπιασε στο δρόμο και μού τα είπε όλα он меня поймал на улице и всё рассказал;4) перен. улавливать, схватывать;πιάνω τό νόημα — схватывать смысл;
5) заставать, застигать;όταν επιστρέφαμε μας έπιασε βροχή на обратном пути нас застал дождь;βιάσου να μην σε πιάσει η νύχτα — поторопись, а то тебя застигнет ночь;
6) уличать (в чём-л.);ловить (на чём-л.); τον έπιασε να λέει ψέμματα (να κλέβει) он его уличил во лжи (в краже); 7) выручать, получать (деньги); зарабатывать;τό μαγαζί πιάνει τρείς χιλιάδες τη μέρα — дневная выручка магазина составляет три тысячи драхм;
τό σπίτι θα πιάσει πενήντα χιλιάδες — за дом можно получить пятьдесят тысяч драхм;
έπιασε πέντε παράδες και μας κάνει τον καμπόσο он заработал немного денег и уже важничает;δεν πιάνω ούτε τα λεφτά μου — продавать в убыток; — невыгодно продавать;
8) занимать, захватывать (что-л.);πιάσε δυό θέσεις — займи два места;
πιάσαμε την γέφυρα — мы заняли мост;
9) нанимать, снимать; брать в аренду;πιάνω σπίτι — арендовать дом;
πιάνω κατοικία — снимать квартиру;
10) вмещать; иметь объём;τό βαρέλι πιάνει τετρακόσια κιλά — бочка вмещает 400 килограмм;
11) заводить, завязывать (дружбу, беседу и т. п.);πιάσανε φιλία — они подружились;
πιάσαμε κουβέντα — мы завели разговор;
12) оценивать, давать цену;τό σπίτι θα το πιάσουμε γιά εκατό χιλιάδες δραχμές — мы дадим за этот дом сто тысяч драхм;
13) принимать в расчёт;τα μεταφορικά δεν τα πιάνουμε — транспортные расходы в расчёт не принимаются;
14) доставать (воду из колодца и т. п.); наливать (вино и т. п.);πιάσε πέντε κιλά λάδι από το βαρέλι — налей пять килограмм масла из бочки;
15) страдать, болеть (чём-л.);τον πιάνει πονοκέφαλος — он страдает головными болями;
την έπιανε ελονοσία επί δυό χρόνια она два года болела малярией;τον έπιασε το σηκώτι у него схватило печень, у него заболела печень;την πιάνει η θάλασσα — она плохо переносит море, страдает морской болезнью;
16) охватывать (кого-л.), овладевать (кем-л.); нападать, находить (на кого-л.);με πιάνει συγκίνηση όταν ακούω τη φωνή της — когда я слышу её голос, меня охватывает волнение;
σε πιάνει λύπη να τον βλέπεις — когда смотришь на него, испытываешь жалость;
όταν τον βλέπει τον πιάνει θυμός — при виде его он сердится;
τί τον έπιασε και φωνάζει; что на него нашло, что он кричит?; почему он кричит?;17) охватывать (кого-что-л.), распространяться (на кого-что-л.);πιάσανε φωτιά και τα γειτονικά σπίτια — огонь перекинулся и на соседние дома;
18) брать (кого-л.), действовать (на кого-л.);δεν τον πιάνει το κρασί — вино его не берёт, от вина он не пьянеет;
τον πιάνει ο ήλιος — он быстро загорает;
τίς ελιές τίς έπιασε το αλάτι маслины хорошо просолились;19) схватить (болезнь), заразиться (болезнью);πιάνω γρίππη — заразиться гриппом;
20) затрагивать, касаться;εμάς δεν μας πιάνει αυτός ο νόμος — нас этот закон не касается;
§ πιάνω τόπο — оказываться полезным (о советах, просьбах и т. п.);
πιάνω στο στόμα μου κάποιον — а) злословить (о ком-л.); — б) постоянно упоминать кого-л.;
κάτι έπιασε τ' αφτί μου до слуха моего дошло;я услышал;πιάνω τό θεό — божиться;
πιάνω τό τραγούδι — затянуть песню;
πιάνω πουλιά στον αέρα — быть очень способным, ловким; — на ходу подмётки рвать;
με το καλό — подойти по-хорошему (к кому-л.); — действовать добром (на кого-л.);πιά κάποιον στα πράσα — поймать с поличным кого-л.;
δεν τον πιάνει το μάτι σου — внешне он не производит впечатления;
δεν πιάνω χαρτωσιά ( — или μπάζα) μπροστά σε κάποιον — и в подмётки не годиться кому-л.;
δεν τον πιάνω νει το φαΐ — еда ему не впрок;
не в коня корм;έπιασε τη μέση του он вылетел в трубу;είναι να πιάνεις τη μύτη σου — всё это отвратительно;
τον πιάνει το γλυκύ του ( — или
τό καλό του) у него бывают припадки эпилепсии;μάτι κακό να μην σε πιάσει — упаси тебя боже от дурного глаза;
τί έπιασες κι' έκαμες! что ты натворил!;2. αμετ. 1) прилипать, приклеиваться;τα γραμματόσημα δεν πιάνουν στον φάκελλο ( — почтовые) марки не приклеиваются к конверту;
2) приниматься, пускать корни; прививаться (тж. перен.); расти, произрастать (о растениях);οι μηλιές δεν πιάνουν στα μέρη μας — в наших краях яблони не растут;
τό μπόλι δεν έπιασε черенок не привился;αυτή η μόδα δεν έπιασε эта мода не привилась; 3) пришвартовываться, причаливать;αυτό το πλοίο δεν πιάνει στην 'Αλεξάνδρεια — этот пароход не причаливает у Александрия;
4) уходить, убегать;πιάνω τα βουνά — уходить в горы;
5) начинать гореть, воспламеняться, зажигаться; заниматься (об огне);τα ξύλα είναι χλωρά και δεν πιάνουν — дрова сырые и поэтому не- загораются;
6) забеременеть;έπιασε παιδί απ' αυτόν она от него забеременела; 7) оказывать воздействие, давать результат;οι διαμαρτυρίες πιάσανε — протесты оказали действие;
οι κατάρες του έπιασαν его проклятия сбылись;8) застревать, встречать преграду;τό κλειδί κάπου πιάνει — ключ где-то застревает;
9) начинаться, разражаться; наступать;έπιασε βροχή начался дождь;τό φθινόπωρο συχνά πιάνει τρικυμία — осенью часто разражаются штормы;
έπιασαν οι παγωνιές наступили морозы;§ πιάνω απ' την αρχή — начинать сначала;
1) — держаться, хвататься (за что-л.);πιάνομαι
πιάνόμαστε από το χέρι — держаться за руки;
πιάσου από το τραπέζι держись за стол;2) (за)цеплять'ся;πιάστηκε το φουστάνι σ' ένα καρφί — платье зацепилось за гвоздь;
3) перен. цепляться, ухватываться;πιάνομαι από κάποια ιδέα — ухватиться за какую-л. мысль 4) попасться, быть пойманным, схваченным;
ο κλέφτης πιάστηκε — вор пойман;
5) быть уличённым;πιάστηκαν να λένε ψέμματα — они были уличены во лжи;
6) ссориться; драться;αυτός πιάνεται με όλον τον κόσμο — он со всеми ссорится;
στο τέλος πιάστήκανε — в конце они подрались;
7) неметь; отниматься, парализоваться;πιάστηκαν τα πόδια του — а) у него ноги затекли; — б) у него ноги отнялись;
8) быть занятым, захваченным (о месте и т. п.);πιάστηκαν όλα τα στρατηγικά σημεία ( — были) заняты все стратегические пункты;
9) встать на ноги; стать зажиточным, разбогатеть;τα παιδιά του πιάστηκαν — его дети (уже) встали на ноги;
§ πιάνομαι από ψηλά — важничать, задирать нос;
πιάνομαι από λεφτά — богатеть;
πιάνομαι από τα λόγια μου ( — пли στα λόγια μου) — попадаться на слове;
αυτός δεν πιάνεται από πουθενά — его разве поймаешь!;
ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται — погов. утопающий хватается за соломинку
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek